Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2016

ΤΑ ΚΑΦΕΝΕΙΑ ΤΗΣ ΓΛΑΝΙΤΣΙΑΣ

                   ( Απ΄ τη  δεκαετία του  ’50 ως το σήμερα )
          Από το Μαρίνη Πολυχρονόπουλο, Φιλόλογο-Ιστορικό
‘Ένα τυχαίο γεγονός μου έδωσε το ερέθισμα για να ασχοληθώ με τα καφενεία του χωριού μας και τη μεγάλη σημασία που είχαν και εξακολουθούν να έχουν για την τοπική μας κοινωνία.  Κατευθυνόμουν ένα Σάββατο του Μάη προς το χωριό μόνος μου και πέρναγα με το αυτοκίνητό μου περί τις 10 π. μ από το φιλόξενο γειτονικό χωριό ,την  Κερπινή.  Στο καφενείο του Πλαστήρα ,που στεγάζεται στο θόλο της εκκλησίας της Αγίας Τριάδας , με είδε ο συνάδελφος και φίλος μου  Πυρπυρής  ,που καθόταν σε ένα τραπεζάκι με κάποιους  συγχωριανούς του  και με κάλεσε να αράξω  το αυτοκίνητό μου  στην άκρη και να κατέβω να ιδωθούμε . Είχαμε πολύ καιρό να ανταμώσουμε  . Κι εγώ ένιωσα την ίδια ανάγκη ,μιας και η φιλία μας κρατούσε από την εποχή ,που ήμασταν συμμαθητές στο Γυμνάσιο  Λαγκαδίων.


 Κατέβηκα  και αντιχαιρέτησα τους υπόλοιπους τρεις της παρέας και φιληθήκαμε  σταυρωτά  με τον Θωμά.  Μου πρόσφερε  μια καρέκλα ,  που  ήταν έξω από το μέχρι εκείνη  την ώρα κλειστό καφενείο  και αρχίσαμε να μιλάμε ως μια παρέα για τα παλιά αξέχαστα χρόνια της νιότης μας.  Η  ώρα περνούσε αρκετά ευχάριστα ,αλλά κανείς από τους υπευθύνους του καφενείου δεν παρουσιαζόταν για να το ανοίξει και να  κεραστούμε. Συνεχίσαμε  ωστόσο την ευχάριστη  συζήτηση ως το μεσημέρι ,αλλά τη διακόψαμε γιατί , κόλλησε το στόμα μας απ’ τη δίψα και ο καφετζής άφαντος!!! Κάποιος  θέλησε να τον δικαιολογήσει. Εκεί ,φεύγοντας, συνειδητοποίησα   πόσο σημαντικό ρόλο παίζει στη διατήρηση ενός χωριού  και στους κοινωνικούς δεσμούς των κατοίκων του ένας κοινός χώρος συνάντησης  και συγχρωτισμού  τους,  όπου θα συζητούνται και θα επιλύονται ειρηνικά οι προσωπικές διαφορές και τα κοινά προβλήματα.
Η λέξη αγορά είναι ελληνική και προέρχεται από το  αρχαίο ρήμα αγείρω (συναθροίζω ) . Αρχικά σήμαινε τη συνάθροιση ,αργότερα τον τόπο, όπου συναθροίζονταν οι πολίτες του αρχαίου ελληνικού άστεως για να πληροφορηθούν ή να συζητήσουν τα δημόσια πράγματα και τις ιδιωτικές τους υποθέσεις. Η  αγορά σήμαινε για μας ακριβώς ό, τι   και  στην Αθηναϊκή  Δημοκρατία.  Ο  Γλανιτσιώτης, όταν έλεγε πάω στην αγορά, εννοούσε πως πάω στην αγορά για να πληροφορηθώ να μάθω τα νέα τα τοπικά και τα γενικά , να ακούσω απόψεις  και να  διαμορφώσω-  σχηματίσω  προσωπική γνώμη .
Κανείς μας δε μπορεί με ακρίβεια να προβλέψει ποιο θα είναι το μελλοντικό πρόσωπο του χωριού μας  και πώς θα μετεξελιχθούν τα λειτουργούντα  ακόμη δύο καφενεία- παντοπωλεία  του, γιατί ,κατά τον αρχαίο φιλόσοφο Ηράκλειτο  : « Τα πάντα ρει, τα πάντα χωρεί και ουδέν μένει» .Οι περισσότεροι   όμως οι κοινωνιολόγοι και οι πολιτικοί επιστήμονες  καταλήγουν στο συμπέρασμα πως τα σημερινά καφενεία θα μετεξελιχθούν  σε καφετέριες.
Το μέλλον θα δείξει. Στο χωριό μας δε γνωρίσαμε ακόμα τις καφετέριες τις απρόσωπες και θορυβώδεις , ζήσαμε όμως και μεγαλώσαμε με τα καφενεία στην  αγορά μας, που πάντοτε λειτουργούσαν και ως μικρά παντοπωλεία ,όπου  οι σχέσεις πωλητή και αγοραστή ήταν  εντελώς προσωπικές.  Πρόλαβα και γνώρισα σε πλήρη λειτουργία τα παρακάτω καφενεία-παντοπωλεία  και έχω  προσωπική εικόνα   και  μάλιστα θετική γνώμη για το καθένα.  
Οινοπαντ/λείον : « Το κέφι της φτώχειας » Γεωρ.Χαρ. Πολύδωρα
  Στην είσοδο του χωριού από την Κερπινή και πριν την πλατεία  λειτουργούσε   στο ισόγειο του σπιτιού το μικρό καφενεδάκι  και μπακάλικο του μπάρμπα μου Γεωργίου Χ. Πολύδερα ,ή Τούρκου. Χαρακτηριστική και πολύ εύστοχη ήταν  η ταμπέλα – τίτλος του μαγαζιού . Προβάλλει το προς πώληση κρασί του, τον οίνο, που ευφραίνει την καρδία του ανθρώπου και του δημιουργεί την ψυχική ευφορία -κέφι  για να ξεχνά τα βάσανά του.  Γραφικό και απέριττο το μαγαζάκι ,με ένα τραπεζάκι για πάγκο και λιγοστά ράφια κρεμασμένα στον τοίχο  για τα εμπορεύματα, με λιγοστές επίσης  ξύλινες καρέκλες και καναδυό-τρία μεταλλικά στρογγυλά  τραπεζάκια .   Πολυσύχναστο  όμως  ήταν το   μαγαζί  από  θαμώνες, που στην πλειοψηφία τους  ήσαν  μαθητές του Γυμνασίου και Λυκείου. Στις κρύες νύχτες του χειμώνα χουζουρεύαμε γύρω από μια μαντεμένια σομπούλα  παρακολουθώντας ή και παίζοντας τριανταένα ή δηλωτή. Ο μπαρμπα –Γιώρης μας καλοδεχότανε ,αν και τις πιο πολλές φορές  δε ν είχαμε να πάρουμε ούτε  μια καραμέλα!  Μας παρότρυνε να πάρουμε κάτι για το μαγαζάκι, γιατί είχε έξοδα  σε ηλεκτρικό και σε θέρμανση. Από  την εφηβική μας ηλικία μυηθήκαμε από τον μπαρμπα –Γιώρη  στα μυστικά της τράπουλας και ειδικά της δηλωτής και γινήκαμε ξεφτέρια για να σταθούμε  μετέπειτα αξιοπρεπώς στα άλλα μαγαζιά της αγοράς. Εκεί περίφημα τα καταφέρναμε, γιατί είχαμε περάσει  απ’ τη γνωστή « Σχολή του Τούρκου » .  Ο ίδιος ήταν Δάσκαλος της δηλωτής ,αλλά και της ζωής. Δυνατός κράχτης του μαγαζιού του ήταν το καλλίγευστο  και αγνό του κοκκινέλι ,που και νεκρούς ανάσταινε ακόμα! Καλλιεργούσε  ο ίδιος το αμπέλι του και ήταν επιδέξιος γνώστης της παρασκευής  καλού κρασιού ,διαθέτοντας  παράλληλα και όλα τα σύνεργα της κοπιαστικής  δουλειάς του.  Στο βάθος του μαγαζιού υπήρχε θόλος  με μεγάλα  δρύινα βαγένια, όπου φυλασσόταν  ερμητικά ο  πολύτιμος θησαυρός ! Οι πελάτες του  για κρασί ήταν πάντα σταθεροί και το κατανάλωναν  ευχάριστα  ιδίως, όταν  τους  το   σέρβιρε με  λίγες  ελιές και  ντομάτα δική του από το γιοφύρι. Πριν επιστρέψουν στο σπίτι τους όλο και κάτι ψώνιζαν απ΄ το καφενεδάκι ,θες τσιγάρα, θες σπίρτα ,θες καραμέλες   και  ζυμαρικά . Οπωσδήποτε πάντα αγόραζαν ένα μισοκαδιάρικο  μπουκάλι κρασί για το σπίτι. ‘Ολο  και γινόταν  και κάποιος τζίρος για να λειτουργήσει και να επιβιώσει το μαγαζάκι, όπως ο ίδιος το χαρακτήριζε.
    Καφεπαντοπωλείον : « Η άκρη »  Αντωνίου Τριάδη
Υψηλότερα  της κεντρικής πλατείας και  πλησίον της εκκλησιάς μας ,της Παναγιάς μας ,δέσποζε το επιβλητικό  και σύγχρονο τότε κτίριο των  Ντουσιαίων.  Εκεί στο ισόγειο μεταστεγάστηκε από το ισόγειο του  Κυριάκου Βλάση και λειτούργησε   για  πάνω από είκοσι συναπτά έτη το καφενείο – μπακάλικο του Αντώνη  Τριάδη ή Ντούσια  και του γιου του Στέλιου. ‘ Ηταν  αρκετά ευρύχωρο κι άνετο ,με μεγάλα παράθυρα και πόρτες, με καλό φυσικό φωτισμό ,με καθρέπτες  και με άνετα ράφια και βοηθητικούς χώρους και με απεριόριστη θέα της αγοράς.  Προσέλκυε από τη φύση του  τον κάθε περαστικό και ντόπιο ,που ήθελε να καθίσει σε  άνετα   καθίσματα και να απολαύσει  ιδιωτικά  τον καφέ ή το ποτό του ή και  το παιγνίδι του ή να κεράσει το φίλο του και να συζητήσει μαζί του  κάπως ιδιωτικά μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των άλλων. Έδινε την αίσθηση της καφετέριας  περισσότερο ,χωρίς  και να είναι στην πραγματικότητα.  Ήταν  ένα μικρό σούπερ μάρκετ, αφού διέθετε όλα τα  καταναλωτικά  αγαθά  και όλα τα ποτά . Παράλληλα εμπορευόταν τους  ντόπιους ξηρούς καρπούς ( μύγδαλα και καρύδια ) και  τα  δέρματα από τα  αμνοερίφια ,ιδίως το Πάσχα και της Παναγιάς. Από τις αρχές  Αύγουστου , κάθε καλοκαίρι , ο Στέλιος έψηνε τα νοστιμότατα σουβλάκια  ,που  πρώτα τα  ριγάνιζε και τα λεμόνιζε  και η Αρέσμω τα μοσχοπωλούσε στην πολυπληθή  πελατεία της , στα μικρά παιδιά  ,τα αθηνόπουλα ,που υπομονετικά περίμεναν  στην αράδα.  Και οι δύο μαγαζάτορες,  νέοι τότε, ήταν ευγενικοί,διακριτικοί ,εξυπηρετικοί   και πολύ  εργατικοί. Το μαγαζί  παρουσίαζε μεγάλη εμπορική κίνηση στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές ,ιδίως  το Πάσχα και τον δεκαπενταύγουστο ,που γιόρταζε η Μεγαλόχαρη, η Παναγία μας. Τότε ήταν ασφυκτικά  και μέσα και έξω γεμάτο  κόσμο και εκμεταλλευόμενο τον υπαίθριο χώρο της εκκλησίας  και το χώρο της πλατείας, όπου γινόταν το πανηγύρι και ο χορός , έβγαζε τραπέζια και εξυπηρετούσε τους πελάτες  και είχε πολλά έσοδα. Αλλά  και ολόκληρο το έτος είχε κίνηση ,γιατί  με την πρώτη ευκαιρία χρησιμοποιώντας τα ντόπια όργανα  έκανε περιστασιακά γλέντια και πάντα έσφυζε από  ζωή. Χαρακτηρίστηκε και δικαιολογημένα ως το καλλιτεχνικό καφενείο, το  μαγαζί των μουσικών και των  αθεράπευτα γλεντζέδων  ,που έβαζε όργανα και  δημιουργούσε πάντα  εύθυμες και  ευχάριστες γλανιτσιώτικες καταστάσεις.


Καφεπαντοπωλείον : « Η φθήνεια »  Βασιλ.  Δ. Βασιλόπουλου

Βόρεια  και πολύ κοντά στο Δημοτικό μας Σχολείο λειτούργησε το καφενείο – παντοπωλείο του φίλου και γείτονά μου  Βασίλη Βασιλόπουλου. Βρισκόταν στο ισόγειο του σπιτιού του και εφάπτονταν με την πλατεία του χωριού μας. Μέσα σε μικρό σχετικά χώρο στοιβάζονταν με τάξη  όμως τα πάσης φύσης εμπορεύματα .  Διέθετε και υπόγειο για την αποθήκευση και διατήρηση των ευπαθών προϊόντων, όπως του κρασιού . ‘Ηταν  φωτεινό  μαγαζί με δίφυλλες ξύλινες πόρτες και παράθυρα . Στο βάθος  και στα αριστερά ήταν τα πολλά και γεμάτα από εμπορεύματα ράφια  και στους τοίχους ήταν αναρτημένοι πολιτικοί χάρτες των ηπείρων και της Ελλάδος  . Στη βόρεια γωνία ήταν το τραπεζάκι με τα σύνεργα  του κουρείου. Όλα σε μια λειτουργική αρμονία δεμένα μεταξύ τους. Κι ο κόσμος πολύς   έμπαινε κι έβγαινε καθημερινά . Διέθετε  ως παντοπωλείο τα πάντα , « και του πουλιού το γάλα  » που λέει ο κόσμος και σε τιμές πολύ λογικές. Ο ίδιος ο Βασίλης ήταν καλόκαρδος ,καθαρός και πολύ εξυπηρετικός . Σε κανέναν δεν έλεγε όχι ,σε σκλάβωνε η συνέπειά του και η σοβαρή   του  κουβέντα. Παρουσίαζε χειμώνα -καλοκαίρι μεγάλη εμπορική κίνηση για τους εξής ουσιαστικούς λόγους. Γιατί ήταν δίπλα στο Σχολείο. Τότε οι μαθητές στα διαλείμματα πετάγονταν  για κανένα   μπισκότο ή καραμέλα ή τετράδιο ή και παγωτό. Ξέρουμε όλοι μας πως οι πιο καλοί πελάτες ήσαν και είναι οι μαθητές. Γιατί  διέθετε ,ως το 1980 το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού με τον υπόλοιπο  κόσμο. Πάντα πρόθυμος έφτανε ως τα Γιανναίικα  ή ως τα Κομπολαίικα ,ή ως τα Γεωργιλαίικα  για να δώσει σήμα για τα τηλεφωνήματα των συμπατριωτών μας. Γιατί  ήταν  ο μοναδικός κουρέας στο χωριό  μας ,που ήταν τότε γεμάτο κόσμο. Με την απαραίτητη υποδομή  ,αλλά και οπλισμένος με  υπομονή και  με την πραότητα του χαρακτήρα του έκανε χρυσές δουλειές και εξυπηρετούσε τους συμπατριώτες μας. Γιατί γειτνίαζε με την πλατεία και καθημερινά ,αφού σκούπιζε με επιμέλεια και καθάριζε το τσιμέντο από τα αποτσίγαρα και πότιζε τον πλάτανο και τις ακακίες ,άπλωνε τα τραπεζάκια κάτω από τις ακακίες και τον πλάτανο  και πρόθυμα εξυπηρετούσε με τη σύζυγό του, μακαρίτισσα  Τούλα ,τους σταθερούς  και περαστικούς  πελάτες του.  Σε αυτό το όμορφο ειδυλλιακό τοπίο τους καλοκαιρινούς μήνες όλοι μας παρακολουθούσαμε  τους παίχτες της δηλωτής,της πρέφας ή του σκαμπιλιού και διασκεδάζαμε πειράζοντας τους ηττημένους και σχολιάζοντας  το παιχνίδι  τους αλλά και γενικότερα την πολιτική επικαιρότητα. Στο καφενείο του Βασίλη σύχναζαν συνήθως  οι δεξιάς πολιτικής τοποθέτησης   συμπατριώτες μας και όχι μόνο , που σε προεκλογικές περιόδους έδιναν τον αγωνιστικό τόνο και παλμό.   Τότε γινόταν πραγματικό γλέντι  ,γιατί έπεφταν στο τραπέζι τα επιχειρήματα των μεν και τα αντεπιχειρήματα των δε  και οι εντάσεις και τα σχετικά πειράγματα και υπονοούμενα  έδιναν και έπαιρναν. Τελικά σε  λιγο έπεφτε νηνεμία και κάλμα  με ένα ουζολούκουμο και τα πνεύματα καταλάγιαζαν και πάλι..  Στο μεγάλο μας πανηγύρι ,στη γιορτή της Μεγαλόχαρης  στις 15 Αυγούστου  ο « Μαγαζάς»,έκανε  επίσης χρυσές δουλειές.  Έστρωνε τραπέζια σερβίροντας σουβλάκια και ψητή γουρνοπούλα και οινοπνευματώδη ποτά στην πολυπληθή πελατεία του.

Καφεπαντοπωλείο :  « Το κεντρικό »  Αθανασίου Γιαννόπουλου

Γειτονικά με το καφενείο του Βασίλη και εφαπτόμενο  με την πλατεία ,την αγορά  και στολίδι του χωριού μας , ήταν το καφενείο του Θανάση του Γιωργιά  ή  Κακαράπη ή  του Γραμματέα της Κοινότητάς μας. Στεγάστηκε  στο ισόγειο μιας οικοδομής ,που κτίσθηκε τη δεκαετία του ’70  ,αντικαθιστώντας τη γνωστή σε όλους μας  παράγκα ,μια πρόχειρη ,αλλά λειτουργική  κατασκευή. Κι όμως σε αυτόν το μικρό ,αλλά γραφικό χώρο , γίνονταν πολλά  τρικούβερτα ολονύχτια γλέντια, άλλοτε προγραμματισμένα  και άλλοτε αυτοσχέδια  με τη ντόπια κομπανία ( ο Ντρούλιας με το κλαρίνο , ο Μακρής με το λαούτο και ο  πατέρας μου με το βιολί.). Συνήθως άρχιζαν  με ουζολούκουμα με στραγάλια και  κρασάκι   και  με  ό,τι στη συνέχεια ο καθένας κερνούσε απ’ το μαγαζί ή φέρνοντάς το από το σπίτι του. Το κέφι   κι ο χορός κρατούσε ως τα χαράματα . Όλο το χωριό στο πόδι  να δει και να χαρεί μουσικούς και τραγουδιστές  και απέξω  στα τζάμια  η μαρίδα, τα παιδιά ,με σφυρίγματα και επευφημίες  παρακολουθούσαν  τα λικνίσματα και τα τσακίσματα των γλεντζέδων  ,που « τα ΄σπαζαν  » . Πολλά τέτοια γλέντια είδα κι εγώ από παιδί και σε άλλα μαγαζιά του χωριού .Πολύ τα  χαιρόμουν για τη δεινότητα των χορευτών , τους αυτοσχεδιασμούς τους και την υποκριτική τους.
Το νεότερο  κατάστημα διέθετε  και υπόγειο –βοηθητικό  χώρο για την αποθήκευση  και διατήρηση των διαφόρων εμπορευμάτων ,ιδίως του κρασιού  σε δρύινα βαγένια. Αντί τσιμεντένιας πλάκας στο δάπεδο  έχει από τότε   πάτωμα (ξύλινο δάπεδο).Γι’ αυτό  ήταν ίσως το πιο ζεστό καφενείο .Είχε  άπλετο   φυσικό φωτισμό  και μεγάλες δίφυλλες  ξύλινες πόρτες και  παράθυρα.  Το μπάρμπα- Θανάση τον γνώρισα και ως Γραμματέα ,που ήταν πολύ σχολαστικός και ακριβής ,και ως καφεπώλη και παντοπώλη ,που ήταν πρόθυμος,  φιλικός και εξυπηρετικός. Τον γνώρισα και ως καλό  αμπελουργό και οινολόγο ,που παίνευε και καυχιόταν  πολύ  για το όντως γλυκόπιοτο  βαθυκόκκινο κρασί του. Το πωλούσε ολοχρονίς και χύμα σε μπουκάλια για τα σπίτια και λιανικά σε κατρούτσια  του μισόκιλου  στους  απαιτητικούς  κρασοπότες  του μαγαζιού του .Αλλά το κατανάλωνε  και ο  ίδιος  με την παρέα του και  έτσι απολάμβανε το αγαθό των κόπων του. Το  καφενείο του ήταν πολυσύχναστο  ,γιατί οι συμπατριώτες μας ήθελαν να εξυπηρετηθούν και από το Γραμματέα της Κοινότητας ή και να τον συμβουλευτούν για κάποιο νομικής φύσεως θέμα. Αυτός ,όντας  απόφοιτος του Σχολαρχείου,  πάντα πρόθυμος τους έδινε την κατάλληλη λύση και τους  εξυπηρετούσε αυθημερόν. Στα βαθιά γεράματα ,συνταξιούχος  των   ΟΤΑ ,τον έβλεπες σκυμμένο με τα ματογυάλια του να ξεκοκκαλίζει  κυριολεκτικά την εφημερίδα ή  ένα ιστορικό βιβλίο της  γενιάς του ή να σχολιάζει την πολιτική κατάσταση.  Είχε πάντα άποψη επί παντός επιστητού και πεισματικά υποστήριζε την άποψή του.  Στο καφενείο  του   συγκεντρώνονταν περισσότερο  αριστερής  πολιτικής τοποθέτησης  πολίτες, γι’ αυτό είχε χαρακτηρισθεί ως αριστερό και δημοκρατικό καφενείο, και  σε προεκλογικές περιόδους  ξεσπούσαν  πάντα έντονες πολιτικές  συζητήσεις και αντιπαραθέσεις.  ’Αμεσος  συνεργάτης και δεξί του χέρι  πάντα η θεια Γιωργούλα  ,πάντα πρόθυμη ,« η μαυρούλα  εγώ », δεν πρόφταινε να φτιάχνει καφέ και να σερβίρει τους πελάτες της . Οι πελάτες της υπομονετικά  έδειχναν πάντοτε κατανόηση  και της υπενθύμιζαν τη παραγγελιά τους, όταν ξέχναγε να τους σερβίρει.
 Στους γνωστούς χώρους ,χωρίς καμία μεταβολή  ,από δεκαετίας και πλέον λειτουργεί και πάλι ως καφενείο και παντοπωλείο άριστα υπό  τη διεύθυνση του παλαίμαχου  Στέλιου και της  ερίτιμης  συζύγου του  Αρέσμως.  Καταβάλλουν μεγάλη προσπάθεια να το κρατήσουν ανοιχτό το μαγαζί  και να εξυπηρετήσουν, ιδίως τους καλοκαιρινούς μήνες, τους πολλούς συμπατριώτες μας ,που κατεβαίνουν στον γενέθλιο τόπο τους για να ανοίξουν ,να  επισκευάσουν τα σπίτια των γονιών τους και να μείνουν μακριά για λίγο από την πολύβουη και αφιλόξενη πλέον  Αθήνα.

Καφενείο : «  Τα  5 αδέλφια » Ι . Μαγκόγιαννη

Σε  απόσταση αναπνοής  από την πλατεία  και με καλή ορατότητα προς αυτήν  και επί του δρόμου προς το πάλαι ποτέ  Δημαρχείο του Δήμου Κλείτορος  λειτουργεί  αδιαλείπτως εδώ και πλέον των 80 χρόνων  στο ισόγειο του σπιτιού τους   το Μαγκογιανναίικο  καφενείο . Πρώτος καφετζής ο μπαρμπα –Γιάννης ο Μάγκας ή  Μαγκόγιαννης  ,που το άφησε στο γιο του Θανάση. Τελευταία το ανακαίνισε  και το λειτουργεί  επιτυχώς  ο Θανάσης  με τη σύζυγό του Τασία  και ως παντοπωλείο, ως οικογενειακή   επιχείρηση   και για  απασχόληση.  Στο βάθος υπάρχουν τα γεμάτα από εμπορεύματα ράφια και  στη γωνία τα σύνεργα για την παρασκευή του καφέ. Είναι  ευρύχωρο ,με  αρκετό φυσικό φωτισμό ,με  πόρτα και παράθυρα αλουμινένια. Είναι καθαρό ,περιποιημένο  και όλα τοποθετημένα με τάξη . Είναι  ζεστό, θερμαινόμενο με ξυλόσομπα τους χειμερινούς μήνες  και  στους τοίχους του είναι αναρτημένοι ωραίες φωτογραφίες   από   τη λειτουργία της ΔΕΗ και τη λίμνη του Λάδωνα ,ενώ υπάρχει  και το σήμα του Αστέρα Τρίπολης. Διαθέτει και βοηθητικούς χώρους για την  αποθήκευση  και διατήρηση διαφόρων ευπαθών  εμπορευμάτων. Έχει μεγάλο ιδιόκτητο  στεγασμένο υπαίθριο χώρο με κληματαριά και καλλωπιστικά φυτά. Τόσο ο Θανάσης όσο και η γλυκομίλητη σύζυγός  του Τασία είναι κοινωνικοί ,φιλικοί, και διακριτικοί άνθρωποι  γι’ αυτό  και το μαγαζί τους είναι πάντα  ανοιχτό και με πελάτες ,ακόμη και το βαρύ χειμώνα .
 Παλαιότερα ,όταν το χωριό μας έσφυζε από ζωή , ο Θανάσης έσφαζε και πωλούσε ντόπια κρέατα , εμπορευόταν τα δέρματα των αμνοεριφίων , έψηνε σε καθημερινή βάση σουβλάκια τους καλοκαιρινούς μήνες  και  είχε μεγάλο τζίρο από το  τριήμερο πανηγύρι της Παναγίας μας. Πάντα καθαρός ,πάντα εξυπηρετικός και πάντα πρόθυμος  είχε πολυάριθμη και σταθερή πελατεία. Αλλά και τα Χριστούγεννα ως την Πρωτοχρονιά  και τα Φώτα   το μαγαζί  ήταν γεμάτο   από συμπατριώτες  μας χαρτοπαίχτες ,που δοκίμαζαν την τύχη τους  στα τυχερά παιγνίδια ,μέσα στο φιλόξενό του  περιβάλλον. Εκεί μέσα σε μια νύχτα ως τα βαθιά χαράματα και την κονταυγή , άλλαζαν χέρια πολλά χρήματα. Σίγουρος κερδισμένος από το «βιδάνιο »  πάντα έβγαινε  ο μαγαζάτορας,, δηλαδή ο Θανάσης. Δικαιολογημένα το μαγαζί του Θανάση χαρακτηρίστηκε ως η χαρτοπαικτική λέσχη του χωριού την εποχή εκείνη των παχιών αγελάδων.  Ικανοποιούσε και αυτό μια ανθρώπινη  ανάγκη  ,το πάθος  της  χαρτοπαιξίας.
Όλα αυτά που έγραψα ανήκουν  βέβαια στο παρελθόν και ο καθένας μας μπορεί να έχει μια διαφορετική εικόνα από κάποιον άλλο για αυτά τα μαγαζιά ,που κυκλικά της πλατείας ή  αγοράς μας  ,της Παναγιάς μας  ,ήταν γεμάτα από ζωή και κίνηση. Προσωπικά τα θεωρούσα  όλα ζωντανά και αναπόσπαστα κύτταρα  της ψυχής του χωριού  μας .Έδιναν και έπαιρναν ζωή.  Είχαν ψυχή και σου μιλούσαν  και σε έπαιρναν  στην αγκαλιά τους. Τα τρία από τα πέντε τώρα παραμένουν δυστυχώς ερμητικά κλειστά , βουβά και άφωνα, θύματα των  εξελίξεων και του πανδαμάτορα χρόνου .
 Τα λειτουργούντα δύο καφενεία ,του Στέλιου και του Θανάση ή ,αν  προτιμάτε της Αρέσμως και της Τασίας ,κρατούν όρθιο  και ζωντανό το χωριό και βρίσκονται  οι συγχωριανοί  μεταξύ  τους ,όπου συνομιλούν ,παίζουν ,πίνουν και διασκεδάζουν. Τι θα έκαναν χωρίς αυτά ;Πως θα ζούσαν χωρίς αυτά ; Αφού ,όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός μας : ο άνθρωπος μόνος του ούτε στον Παράδεισο δεν κάνει. Αλλά και εμείς ,που ευκαιριακά επισκεπτόμαστε το χωριό ,πως θα περνούσαμε τις ώρες μας; Θα κλεινόμαστε στο σπίτι μας βλέποντας τηλεόραση;  Και σε τι θα διάφερε η άφιξή μας στο χωριό  έτσι  από τη ζωή μας στην πόλη; Θυμάμαι κάποιο σοφό γεροντάκι που μας έλεγε ένα πρωινό στο μαγαζί του Βασίλη: Χωρίς την Εκκλησία , το Σχολείο  και  το καφενείο διαλύεται και η τοπική κοινωνία   και τότε αλί  απ’ το χωριό , θα μεταβληθούμε  σε ζούγκλα.  Καλύτερα  να κρυφτούμε  τότε στα πλάγια!!!  Αληθινά ,σκέφτομαι τώρα , πόσο δίκιο είχε.
Τα καφενεία αυτά είχαμε  σα δεύτερα σπίτια μας ,που καλλιεργούσαν έναν ορισμένο συγχρωτισμό  μεταξύ μας και έναν ιδιαίτερο τοπικό τρόπο επικοινωνίας  μας . Οι  φιλόξενοι  αυτοί  χώροι είχαν για όλους μας πολλαπλή  παιδευτική λειτουργία. Μια επίδραση που δε γίνεται άμεσα αντιληπτή ,αλλά βαθμιαία ,όπως και η παιδεία. Πρώτα και πάνω από όλα μάς βοήθησαν να κοινωνικοποιηθούμε ,να  ενταχθούμε ομαλά μέσα στην μικρή κοινωνία του χωριού μας και ύστερα μέσα στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία . Έπειτα να  πολιτικοποιηθούμε . Να ενεργούμε ως υπεύθυνα άτομα , ως ελεύθεροι πολίτες  με καθήκοντα και δικαιώματα .Να διεκδικούμε και να αγωνιζόμαστε για την δημοκρατία και   για μια δίκαιη πολιτεία. Να φτάσουμε από το εγώ στο εμείς .΄ Επειτα  μάς καλλιέργησαν μια αισθητική κουλτούρα με το να αγαπάμε το ωραίο ,το υψηλό, ,το μέτρο ,το απλό και το αρμονικό , το κλασικό και το πανανθρώπινο.
 Τελευταία άφησα το σημαντικότερο που μάς δίδαξαν  οι φιλόξενοι  αυτοί χώροι της αγοράς μας. Την πνευματική καλλιέργεια ,που  αποκτάται  αργά αλλά σταθερά. Αυτή  δεν αποκτάται από το σχολείο  μόνο ,αλλά και από την ίδια την καθημερινή ζωή ,που διαπλάθεται και στο καφενείο. Είναι όλες οι αξίες και οι αρχές και τα ιδανικά που  διαμορφώνονται μέσα  από τη συναναστροφή ,τη συζήτηση ,το διάλογο, την αντιπαράθεση των ιδεών, την αλληλοτροφοδότηση  της γνώσης και της εμπειρίας  για όλη μας τη ζωή.  Τέτοιες αξίες είναι:  Η αγάπη για τη ζωή, η  πατρίδα ,η θρησκεία ,  η  παιδεία,  η  οικογένεια , η  αλληλεγγύη,  η   ελευθερία ,  η δημοκρατία , η  παράδοση  και η ιστορία  ,η  συλλογικότητα , ο σεβασμό ς στη διαφορετικότητα και πολλές  άλλες.

  Χωρίς τον  παραμκρό  ενδοιασμό θα χαρακτήριζα τα καφενεία μας  εσαεί   κέντρα  πολιτιστικά  και  κοινωνικοποίησης του ατόμου .

10 σχόλια :

  1. Ανώνυμος18/1/16 07:42

    Καλο το κειμενο του φιλου του Μαρινη ,αλλα τα καφενεια που αναφερει ειναι μετα την 10ετια του 70 και οχι του 50 οπως γραφει στην επανω μερια του κειμενου

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανώνυμος18/1/16 08:42

    Τ αλησμονάνε το καφενείο του ανε- ανε ?

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος18/1/16 10:25

    Καί του Ντουιαντώνη

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος18/1/16 12:52

    Γειά σου Αρέσμω με τα ληγμένα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος18/1/16 14:02

    Τα καφενεία της Γλανιτσιάς ηταν τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος18/1/16 15:07

    Καλό το κείμενο του Μαρίνη μόνο που οι Γλανιτσιώτες δεν καταδέχονται να σχολιάσουν γιατί τα ξέρουν όλα. Ο Μαρίνης δεν είχε ληξιαρχικές πράξεις για το κάθε ένα να ικανοποιήσει τον πρώτο σχολιαστή. Εγω νομίζω κάνει ωραίες περιγραφές και έχει βάλει και πολύ ωραίες και παλιές φωτογραφίες.
    Όποιος θέλει ας συμπληρώσει κάτι. Να είσαι καλά Μαρίνη και καλή Χρονιά.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. Ανώνυμος18/1/16 19:58

    Μια παραλειψη κατα την αποψη μου επεσημανα συμπατριωτη Δεν χρειαζεται να με μαλωσεις

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Σ αυτά τα καφενεία πάνω από 30 χρόνια χτυπούσε ο παλμός της ζωής των κατοίκων του χωριού Ο κύκλος αυτός της 30ετιας έκλεισε, (ανεξάρτητα αν παραμένουν τα δύο ανοιχτά). Και τα πέντε θα παραμείνουν ασπρόμαυρα στην μνήμη μας , σαν ιστορικά τεκμήρια, κουβαλώντας το βάρος της ιστορίας του
    Ο καθένας αποτυπώνει με τα δικά του ερείσματα και τον δικό του τρόπο την περιγραφή η την ιστορία των καφενείων. Πιστεύω ότι είναι ΤΟ ΠΙΟ ΔΥΣΚΟΛΟ ΘΕΜΑ για να αναπτύξει κάποιος από όποια πλευρά και να το προσεγγίσει
    Θα συμφωνήσω με τον σχολιαστή στο σημείο που έγραψε “ Όποιος θέλει ας συμπληρώσει κάτι.” Είναι τόσο πολύ το υλικό που δεν μπορεί να εξαντληθεί σ ένα κείμενο από έναν ,δυο η τρεις αρθρογράφους «ιδού πεδίον δόξης λαμπρόν»λοιπόν
    ...και τώρα πάω να αποδείξω ότι δεν ειμαι ρομπότ :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ανώνυμος19/1/16 11:17


    Ωραίο θέμα γι ανταλλαγή σκέψεων και αναμνήσεων.Το εντυπωσιακότερο για μένα είναι ότι τα καφενεία από τότε μέχρι και τώρα παραμένουν άκρως
    "παραδοσιακά' στη δομή τους, στη λειτουργία και στην προσφορά τους.
    Π.Χ. ουζάκι με στραγάλια.
    Κατά τα άλλα ο Μαρίνης παρουσίασε με επιτυχία το θέμα του. Είναι επαρκές, γλαφυρό και ενδιαφέρον. Αν δεν είναι εξαντλητικό αυτό είναι αυτονόητο και είναι καλοδεχούμενη κάθε συμπλήρωση. Κι εγώ έχω πλήθος αναμνήσεων και εικόνων από τα καφενεία μας παρ΄ότι μου απαγορευόταν κάπως να πολυσυχνάζω εκεί.
    Πρόχειρα μου έρχονται εικόνες από τις μέρες των Χριστουγέννων. Είναι από τα ολονύχτια αγιοβασιλειάτικα παιγνίδια. Όλοι οι άντρες του χωριού τα βράδια μαζεμένοι στα δυο κυρίως καφενεία: Μπαράκα και Βασίλη.Καθήμενοι, όρθιοι 'πατώ με πατώ σε". Τρια τέσσερα τραπάζια έπαιζαν, με χρήματα βέβαια, και οι άλοι προσηλωμένοι κοίταζαν. Ημίφως, τσιγάρα πολλά, ησυχία και ακινησία. Μάταια προσπάθησα να πλησιάσω σε κάποιο τραπέζι, να ιδώ από κοντα το παιγνίδι και κυρίως τα λεφτά που έκαναν κύκλο στο τραπέζι! Επιχείρησα το ίδιο και στο άλλο καφενείο , αλλά και κει δεν έσχιζε φίδι! Έφυγα απογοητευμένος. Έχασα ένα μοναδικό θέαμα ( για μένα) Θυμάμαι : Έξω από τα καφενεία σκοτάδι, ερημιά και κρύο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Ανώνυμος19/1/16 12:36

    Μαρινη τα ζησαμε...εγω ειδικα του θειου μου του Βασιλη..ηταν σχολειο για μενα..απο τη γνωση στα εμπορευματα και στους καφεδες μεχρι τις ιστοριες των γεροντων απο τους πολεμους , το μεροκαματο και την πολιτικη...ενα μεγαλο μπραβο για το αφιερωμα που εκανες.Καλο ειναι ν ανοιξουμε μια μεγαλη κουβεντα με τα σχολια και να τα ξαναθυμηθουμε ολα.Γιώργος Μπουρέκας

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.