Σάββατο 27 Απριλίου 2013

Ο Χωρατατζής και ο τζογαδόρος


Γράφει ο Παλιοπυργήσιος

O Κωτσιαλής
Πρόκειται για το Δημήτριο Γεωργίου Σταθόπουλο ή το Μίμη του Γεωργούτσου ή τον Κωτσιαλή. Πάντως όπως και να τον ειπείς πρέπει αμέσως μετά να παραθέσεις το χαρακτηριστικό του γνώρισμα «Χωρατατζής».
Πατέρας του ο Γεωργούτσος με το τόσο κοφτερό μυαλό, μάνα του η Καλλιόπη, πρακτική ορθοπεδικός της εποχής εκείνης. Με το απολυτήριο Οκταταξίου Γυμνασίου Λαγκαδίων διορίστηκε στο Υπουργείο Εργασίας. Από τη θέση του αυτή, όταν μάλιστα είχε και το βαθμό του τμηματάρχη, βοήθησε πολλά παιδιά του χωριού μας, στο να βρουν δουλειά κείνα τα χρόνια, χωρίς μάλιστα να κάνει καμιά διάκριση, όπως έλεγε ο ίδιος, όπως έλεγαν και άλλοι πολλοί. Δικαιολογημένα καμάρωνε γι’ αυτή του την προσφορά.
Μα να ήταν αυτή η προσφορά του μόνο; Είχε αναθέσει στον εαυτό του την υποχρέωση, όταν ερχόταν στο χωριό, να διασκεδάζει με τα απίθανα χωρατά του, όλους τους πατριώτες. Κάποιο καλοκαίρι, θυμάμαι, βγήκε στην πλατεία γύρω στις δέκα το πρωί και έπινε τον καφέ του στον ίσκιο του πλατάνου με άλλους πεντέξι. 
Ύστερα από κάποιο αστείο ακούστηκε το πρώτο τρανταχτό του γέλιο, που αυτό ήταν σαν κάλεσμα να μαζευτούν και άλλοι πολλοί εκεί στην παρέα του γιατί θ’ άρχιζε ο χορός των ευθυμολογημάτων του και το σκόρπισμα περισσής διασκέδασης. Έφυγαν όλοι από τα καφενεία και ήρθαν στην παρέα του Κωτσιαλή, που αριθμούσε πάνω από τριάντα άτομα. Μόνο ο Γιωργίλας έμεινε εκεί πέρα στου Ντούσια κι έπινε τον καφέ του. Τον δυσκόλευε το βάρος του στις μετακινήσεις του. Μα να από το αγκωνάρι του Παπαντώνη ξανάφανε ο Αντώνης της Πατσιεύως, (Παπαδόγονας) κι από του Φουσέκα πέρα ο Μιχάλης της Κώτσιαινας. Προστέθηκαν στην παρέα. Ήταν και οι δύο απαραίτητοι. Α, αυτός έλειπε, νάτος, ο Θανάσης του Κολοβούρδου, ξανάφανε κι αυτός ανάμεσα στο σκολειό και στου Κατσαφάνα και ερχόταν μ’ εκείνο το αργό και αγέρωχο περπάτημά του. Συμπληρώθηκε ο θίασος, όλα έτοιμα ν’ αρχίσει η παράσταση. Στο έργο λάβαιναν μέρος αγρότες, δάσκαλοι, υπάλληλοι του Δημοσίου, υπάλληλοι ΔΕΚΟ (ΟΤΕ-ΔΕΗ) και άλλοι. Άρχισε η συζήτηση για τα διάφορα επαγγέλματα, για τις συνθήκες εργασίας, για τους μισθούς, για το ποιος εργάζεται και κουράζεται περισσότερο, για το ποιος έπρεπε να αμοίβεται πιο πολύ και ποιος πιο λίγο, οι συνηθισμένες αντιπαραθέσεις απόψεων σ’ αυτά τα θέματα. Ναι, η πρώτη αντιπαράθεση σημειώθηκε ανάμεσα στον Κωτσιαλή και στο Θανάση του Κολοβούρδου. Ασυναγώνιστοι αυτοί οι δύο στο χιούμορ. Πότε θύμωναν και φώναζαν, εκεί έλεγες θα σκοτωθούν, πότε έσκαγαν στα γέλια. Δεν τα ’βρισκαν, δε συμφωνούσαν. Κάποια στιγμή ο Κωτσιαλής του λέει:
-          Πάψε, εσύ δεν καταλαβαίνεις, δεν ξέρεις τι σου γίνεται, εσύ ξέχασες το παιδί στην Κερπινή!! (Έλεγαν ότι κάποια φορά που ερχόταν στο χωριό με το λεωφορείο ο Θανάσης έφερνε μαζί του και το μικρό κοριτσάκι του. Στην Κερπινή έκανε στάση το λεωφορείο και κατέβηκαν για λίγο όλοι οι επιβάτες. Όταν έφτασε το λεωφορείο στο χωριό, τότε ο Θανάσης κατάλαβε ότι το κορίτσι του έλειπε, έμεινε στην Κερπινή. Επέστρεψε με το ίδιο λεωφορείο, πήγε και το πήρε. Τώρα αν αυτό έγινε στην πραγματικότητα, ή του το κολλήσανε, δεν ξέρω. Πάντως όταν τον πειράζανε ούτε θύμωνε, ούτε το διέψευδε. Έπαιρνε μια βαθιά αναπνοή, έβγαζε ένα τρανταχτό και παρατεταμένο ηηηηηηη!! και έσκαγε στα γέλια. Θυμάμαι που κάπου-κάπου ερχόταν στην Τρίπολη και του άρεσε να παρακολουθεί ποδοσφαιρικό αγώνα, όταν έπαιζε ο Παναρκαδικός, που τον υποστήριζε πολύ. Όταν ο διαιτητής έκανε κάποιο σοβαρό λάθος εις βάρος του Παναρκαδικού και βούιζε το γήπεδο από τις διαμαρτυρίες, ο Θανάσης δε μίλαγε καθόλου. Όταν στο γήπεδο επικρατούσε ησυχία, ο Θανάσης εκμεταλευόταν κάποιο ασήμαντο λάθος του διαιτητή και έβαζε μια βροντερή φωνή: «Τι έκανες εκεί, ρε τραχανοχάφτηηηηηη». Τότε γελάγανε όλοι με την ατάκα του Θανάση).
Αλλά ο Κωτσιαλής συνέχιζε:
-          Πάψε, εσύ, δεν ξέρεις τι σου γίνεται, πετάξου μέχρι την Κερπινή να φέρεις το παιδί.
Ε, τότε σκάει ένα χάσκαρο ο Παπαδόγονας, τόσο τρανταχτό, που λες και γκρεμίστηκε ολόκληρη ξερόμαντρα. Ξεκαρδιστήκανε όλοι στα γέλια και με τη διαφωνία Κωτσιαλή-Θανάση και με το γέλιο του Παπαδόγονα.
Ο Κωτσιαλής, τότε, πρόσεξε ότι στην παρέα βρίσκεται ο Αντώνης της Πατσιεύως, ο Παπαδόγονας. Αυτός είχε κάνει τα χαρτιά του και του είχαν εγκριθεί να φύγει για Αμερική. Στο μεταξύ είχε ανοίξει και μια διαθήκη που αφορούσε τα οικογενειακά του περιουσιακά στοιχεία και είχε διαπιστωθεί ότι δεν του ανήκε τίποτα.
-          Εδώ είσαι, Αντώνη, δε σε κατάλαβα, πότε θα φύγεις για έξω;
Σκάει ένα τρανταχτό παρατεταμένο χάσκαρο ο Αντώνης και όταν σταμάτησε, του λέει:
-          Μίμη, όσο το δυνατό συντομότερα, μα μη με πιάσει το «πόθεν έσχες» του γερο-Παπανδρέου.
Άλλο χάσκαρο ο Αντώνης, άλλα ομαδικά γέλια από όλα τα μέλη του θιάσου.
-      Καθόμαστε και διαφωνούμε στο ποιο είναι το πιο καλό επάγγελμα, ποιος αμοίβεται πιο καλά, ποιος πιο λίγο, ποιος έχει το καλύτερο επάγγελμα. Να το πιο καλό επάγγελμα, το έχει ο Μiχαλάρας, λέει ο Μίμης. (Κάπου εκεί πίσω απ’ όλους στεκόταν ο Μιχάλης της Κώτσιαινας. Όρθιος με εκείνο το στωικό του ύφος, το ’παιζε αδιάφορος και ατάραχος, λίγο χαμογελαστός, με τα χέρια δεμένα πίσω, έτυχε να μην κρατεί τσιγάρο εκείνη τη στιγμή.)
-          Ο Μιχαλάρας υποχρεώνει τη Μαρίνα και του γεννοβολάει ένα κουτσιούβελο κάθε χρόνο, έχει πεντέξι εφτά κουτσιούβελα και να το ένα επίδομα απάνου στο άλλο και έτσι αμοίβεται περισσότερο από μένα ο Μιχαλάρας. Και ρωτάς το Μιχαλάρα:
-          Τι επάγγελμα κάνεις, Μιχαλάρα; Επάγγελμα «πατέρας», σου λέει ο Μιχαλάρας.
Όλοι τότε σκάνε σε τρανταχτά γέλια,  ο Μιχάλης απλά χαμογελάει. Κάποιος του λέει:
-          Τι λέει αυτός, Μιχάλη;
-          Ναι, ναι, καλά λέει, ναι έτσι όπως τα λέει είναι, επάγγελμα «πατέρας» είμαι εγώ και χαμογελαστός γύρισε να πάει στην άλλη άκρη της πλατείας εκεί που ήταν ο Γιωργίλας, ενώ οι άλλοι δε σταμάταγαν τα γέλια. Δίπλα του έτρεχε ένα από τα κουτσιούβελά του (τώρα είναι όλα πραγματικοί λεβέντες, που νοιώθεις την ανάγκη να τους φτύσεις να μην τους ματιάσεις.) Δίχρονο το μικρό του δίπλα, σκοντάφτει και πέφτει και αρχίζει τα κλάματα. Γυρίζει το βλέπει ο Μιχάλης και ατάραχος συνεχίζει το δρόμο του. Του βάζει τις φωνές ο Γιωργίλας:
-          Σήκω το παιδί, ρε παλιάνθρωπε.
-          Άστο να σηκωθεί μόνο του, ποιος του ’πε να πέσει, άμα το σηκώσω θα ξαναπέσει.
(Λες να ήθελε να δώσει δίδαγμα στους γονείς εκείνους που τρέμουν με το παραμικρό, υπερπροστατευτικοί στα παιδιά, «μη τούτο – μη κείνο».)
Κάπου εκεί κάθεται αγέρωχος ο Θανάσης ο Μπουρνάς:
-          Α, κι ό άλλος Θανάσης εδώ, λέει ο Μίμης. Καλά αυτός ξέχασε το παιδί στην Κερπινή, εσύ πώς το ’κανες και σου ’πεσε το παιδί από τη νάκα, Θανάση;
(Του το βγάλανε, έγινε στην πραγματικότητα, δεν ξέρω, ρωτήστε τον ίδιο, αυτός ζει, «φτου» να μην τον ματιάσουμε, να του ευχηθούμε να ζήσει «σαν τα ψηλά βουνά»).
Πήγαινε, λέει, στου «Σμαΐλη» για θέρο, η Βγένω είχε καθυστερήσει για μαγείρεμα και δεν ξέρω πως στέρχθηκε ο Θανάσης να πάρει στον ώμο του τη νάκα με ένα αχρόνιαγο παιδί του. Πέρασε τα καλύβια του Παλιόπυργου και σε λίγο έφτασε στου «Σμαΐλη». Κατεβάζει τη νάκα από τον ώμο του να την κρεμάσει εκεί στον ίσκιο της αχλαδιάς και διαπιστώνει ότι μέσα στην νάκα δεν υπήρχε παιδί.
-          «Φτου γαμώ τα κερατεία του, εγώ στον Παλιόπυργο το είχα, πού να μου ’πεσε;»
Γύρισε, τα ’χα μου, πίσω, το βρήκε και το μάζεψε.
-          Για πέσε μας, του λέει ο Μίμης, πώς το ’παθες;
-          Και ποιος του ’πε να πέσει; Λέει ο Θανάσης με ένα διάπλατο χαμόγελο και ούτε που τον ένοιαζε αν έγινε στην πραγματικότητα ή αν του το είχανε κολλήσει. Άλλα γέλια εδώ.
Σκέφτεται κανένας, ότι αυτό μπορεί να έγινε ή μπορούσε να γίνει στην πραγματικότητα, τώρα το πώς δικαιολογείται; Να, ο Θανάσης διέθετε χαρακτηριστικά υπέρμετρη σωματική δύναμη ώστε το βάρος της νάκας, είτε άδειας είτε γεμάτης, να μην του είναι καθόλου αισθητό. Α, ναι τώρα θυμήθηκα. Κάποιο καλοκαίρι στοιχημάτισε ο Θανάσης με τέσσερα εικοσιπεντάχρονα παιδαρέλια, τότε αυτός ήταν σαραντάρης, ότι δε θα μπορέσουν να τον «ρίξουν» και οι τέσσεροι μαζί. Πραγματικά ο Θανάσης καθόταν όρθιος με ανοιχτά τα πόδια στην μέση και οι τέσσεροι σαν σκαθάρια γύρω του προσπαθούσαν μ’ όλη τους τη δύναμη να τον ρίξουν και, μη σου φαίνεται παράξενο, δεν τα κατάφεραν, ο Θανάσης κέρδισε το στοίχημα. Και πάλι, Θανάση, «φτου σου» να μη σε ματιάσουμε, να ζήσεις «σαν τα ψηλά βουνά».
Εσύ Μίμη, μαζί με το Θανάση του Κολοβούρδου, τον Αντώνη και το Μιχάλη, μας χορτάσατε γέλια, να είναι αιώνια η μνήμη σας.
Τώρα ήρθε η σειρά του τζογαδόρου. Όλοι λέγανε ότι ο Μίμης ήταν και πολύ μάστορας στο Χαρτοπαίγνιο (πόκα). Μερικοί ισχυρίζονται ότι «τα ΄φτιαχνε» τα χαρτιά της τράπουλας και ότι σ’ αυτό ήταν ασυναγώνιστος. Άλλοι έλεγαν ότι ισάξιος ίσως και ανώτερός του ήταν ο Πάνος του Μπιτσίλη. Αυτά κυκλοφορούσαν, δε βάνω το χέρι μου στο Ευαγγέλιο.
Ένα περιστατικό χαρτοπαιξίας με κεντρικό ήρωα τον Κωτσιαλή θα μας το Διηγηθεί ο Κώτσιος του Μαγγόγιαννη, έτσι όπως το έζησε ο ίδιος.
Ήταν ένα Σάββατο απόγευμα, χειμώνας καιρός, γύρω το 1971-72, τότε που υπηρετούσα σ’ ένα χωριό του Αιγίου, Μαυρίκι (Βόβοδα). Έπινα τον καφέ μου στο καφενείο «Καλάβρυτα» του Αιγίου. Το είχαν τρία αδέρφια, Μαλεβίτηδες, από τη Μυγδαλιά (Μαμαλούκα) Καλαβρύτων. Αυτό το καφενείο ήταν το στέκι όλων των Γορτυνίων, και αυτών που είχαν εγκατασταθεί μόνιμα στην περιφέρεια Αιγιαλείας και αυτών που πήγαιναν εποχιακά για «μεροκάματο». Εκεί ήρθε και με βρήκε ο Κωτσιαλής, μόλις είχε έρθει με το λεωφορείο από την Αθήνα. Ερχόταν ταχτικά στο Αίγιο. Του άρεσε. Είχε καλές σχέσεις με τους Φλεβαρέους. Αν δεν κάνω λάθος κουμπαρολογιόσαν. Το σπίτι του Φλεβάρη το είχαμε «αποκούμπι» κι εγώ κι ο Χρήστος του Λεγάκη. Μας υποδέχονταν όλοι τους με πολλή ευχαρίστηση. Ιδίως η θεια-Γιωργίτσα, η μακαρίτισσα η Φλεβάραινα. Κάθε μας επίσκεψη τη θεωρούσε σαν ευκαιρία για ζωντανή επικοινωνία με το χωριό της, που τόσο πολύ πόναγε και που τόσο πολύ αγαπούσε. Όλο ρωτούσε τι κάνει ο ένας, τι κάνει ο άλλος, ζει εκείνος, μήπως πέθανε εκείνη. Και μετά από όλα αυτά ερχόταν η σειρά της «δηλωτής». Ο μπαρμπα-Αντώνης έπαιρνε σύντροφο το Χρήστο και οι δύο Κώτσηδες μαζί, τετράδα. Ένα κομμάτι χοντρό κρέας έβραζε με δυόσμο μέσα κι εμείς έξω εκεί στον ίσκιο της μουριάς δηλωτή με πολύ φανατισμό. Το κρέας θα το πλήρωνε όποιος έχανε. Έπεφτε γκρίνια πολλή, ιδίως ανάμεσα στον Κώτσιο και τον πατέρα του. Καυγάς μεγάλος, χαρτοπαιχτικά βέβαια, δεν οπισθοχωρούσε ούτε ο ένας, ούτε ο άλλος. Κάποια στιγμή του λέει ο μπαρμπα-Αντώνης: «Μπα, που να σου πάρει ο διάβολος τον πατέρα και ας μην ήξερα από πού κρατάει η σκούφια του». Τις περισσότερες φορές χάναμε οι δύο Κώτσηδες. Μετά το φαγητό ο Φλεβάρης πίεζε την κοιλιά του με το δάκτυλό του λέγοντας: «Ααααα… ψυλλοσκάς» και άλλα πειράγματα ανακατεμένα με χιούμορ αλλά και με χολοσκασίματα.
Αλλά ξεχάστηκα, παρασύρθηκα, άφηκα τον Κωτσιαλή στο καφενείο. Επιστρέφω αμέσως. Πίνουμε τον καφέ μας και βγαίνουμε τη βόλτα μας στον κεντρικό δρόμο της πόλης. Συναντάμε έναν γνωστό του Μίμη, γνωστό από χαρτοπαιξία.
-          Γειά σου, Δημήτρη. – Γειά σου, Φάνη, (κατευθείαν στο ψητό) θα κάνουμε τίποτα απόψε;
-          Δε συμπληρώνουμε, ρε Δημήτρη.
-          Πώς δε συμπληρώνουμε, εσύ, εγώ, το παιδί από δω (για μένα) θα ’ρθει κι ο τάδε, θα ’ρθουνε κι άλλοι.
-          Α, έτσι, τότε στις δέκα η ώρα στο τάδε σπίτι, στην Κουλούρα.
Χωρίσαμε. Αυτός είναι ο Φάνης, με χαρτοπαιχτικό ψευδώνυμο «γαϊδούρας» για τη μεγάλη «κέντα», μου λέει ο Μίμης.
-          Καλά, αυτά δεν τα ξέρω, αλλά εμένα γιατί με ’βαλες στη λίστα, αφού δεν ξέρω πόκα.
-          Ρε βλάκα, έτσι μίλαγε, θα βγάλεις ένα πεντακοσιάρικο (πεντακόσιες δραχμές) θα παίξεις όσο παίξεις και όπως ξέρεις και όταν το χάσεις θα σταματήσεις, αρκεί να ξεκινήσει το «καρέ» -  το παιχνίδι.
Συνεχίσαμε τη βόλτα περιμένοντας να σχολάσει ο Κώτσιος του Φλεβάρη. Ήταν στην υπηρεσία του, απογευματινή βάρδια. Πέρασε η ώρα, σχόλασε ο Κώτσιος και στις δέκα η ώρα ακριβώς, συνεπείς στο ραντεβού, στο σπίτι στην Κουλούρα. Το τραπέζι έτοιμο, τα τραπουλόχαρτα επάνω, τα πορτοπαράθυρα καλά μανταλωμένα και σκοτεινά. Άρχισε το παιχνίδι. Είχαν μαζευτεί έξι παίχτες. Εγώ δεν χρειάστηκε να ξεκινήσω, καθόμουν πιο έξω και παρακολουθούσα. Χρήματα έσπρωχναν στο κέντρο του τραπεζιού, χαρτιά άνοιγαν, άλλα χρήματα έμπαιναν και τελικά κάποιος τα έπαιρνε. Κάπου – κάπου τα μοιράζονταν δύο, κλπ –κλπ. Ύστερα από μερική ώρα ένας παίχτης, (αδιόριστος καθηγητής που έκανε φροντιστήρια), που είχε ξεκινήσει με 1.500 δρχ. βρέθηκε «ταπής». Δε μπορούσε να συνεχίσει. Απευθύνεται στον Κώτσιο του Φλεβάρη και του λέει:
-          Κώστα, δάνεισέ με δύο κατοστάρικα.
-          Δε δανείζω λεφτά πάνω στο παιχνίδι.
-          Δύο κατοστάρικα, ρε Κώστα…
-          Δε δανείζω λεφτά, σου είπα.
Εγώ ένιωθα πολύ άσχημα, κακολογούσα -μέσα μου- τον Κώτσιο, δεν ήξερα ότι δε συμφέρει να δανείσεις λεφτά πάνω στο παιχνίδι, γιατί μ’ αυτά που θα δανείσεις μπορεί να γυρίσει το χαρτί και να σου πάρει ό,τι έχεις και δεν έχεις.
Ο Κώτσιος εκείνη τη στιγμή υπολόγιζα ότι κέρδιζε 3.500 δρχ. Ο αδιόριστος καθηγητής βγήκε από το παιχνίδι. Μετά από λίγο βγήκε κι άλλος παίχτης (τάπισε), αυτός είχε ξεκινήσει με 2.500 δρχ., ήταν υπάλληλος της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών. Στη συνέχεια τάπισε ο Κώτσιος, έχασε και όσα κέρδιζε και 4.500 δρχ. με τις οποίες ξεκίνησε. Έχανε και ο Φάνης, έχανε και ο έκτος της παρέας, που σταμάτησε και αυτός. Όλα τα λεφτά τα μάζευε ο Κωτσιαλής. Έμειναν οι δυο τους τετ-α-τετ με το Φάνη. Ο Μϊμης είχε μπροστά του ένα πάκο λεφτά, πενηντάρικα, κατοστάρικα, πεντακοσιάρικα, χιλιάρικα, ανακατεμένα, τα σκέπαζε με τα δυο του χέρια, τα τύπιαζε, είχε ένα σβησμένο τσιγάρο στο στόμα, το πήγαινε πέρα-’δωθε, μου ’ριχνε κάτι ματιές καμαρώνοντας, σα να μου ’λεγε: «Βλέπεις εδώ τι κάνω;»
Από τη στιγμή που έμειναν οι δυο τους με το Φάνη, μέτραγα τα χιλιάρικα που έβγαζε ο Φάνης από τη μέσα τσέπη του σακακιού του. Έβγαλε κι έχασε 17 χιλιάρικα. Δεν είχε άλλα. Δεν ξέρω πόσα είχε χάσει πριν  μείνουν  οι δυο τους. Σταμάτησε το παιχνίδι.
-          Δημήτρη, του λέει ο Φάνης, θέλω να με δανείσεις ένα πεντακοσιάρικο, το χρωστάω να το δώσω τη Δευτέρα στην καθαρίστρια (δούλευε σε κάποια ασφαλιστική εταιρεία) και όταν θα έρθεις πάλι θα στο επιστρέψω.
-          Δε δανείζω λεφτά.
-          Ρε Δημήτρη, δε με πιστεύεις, δεν έχεις εμπιστοσύνη;
-          Δε δανείζω λεφτά, σου είπα.
Ανατρίχιαζα εγώ, δεν ένιωθα καθόλου καλά, του πήρε τόσα λεφτά και δεν τον δάνειζε ένα πεντακοσιάρικο;
Ο Φάνης επέμενε. Ο Κωτσιαλής βγάζει του δίνει δυο κατοστάρικα, λέγοντάς του:
-          Πάρε αυτά και δε θέλω να μου τα χρωστάς.
-          Όχι, ρε Δημήτρη, δώσε μου ένα πεντακοσιάρικο…
-          Πάρε και αυτά (άλλα δύο κατοστάρικα) και δε θέλω να μου τα χρωστάς.
Έμεινα άφωνος, δεν μπορούσα να δώσω εξήγηση σ’ αυτά που έβλεπα.
Χαιρετηθήκαμε όλοι και αποχωρήσαμε. Εγώ, ο Κωτσιαλής και ο Κώτσιος με κατεύθυνση προς το σπίτι του Φλεβάρη για ξενύχτι. Εγώ δεν είχα υπομονή, δεν μπόρεσα να κρατηθώ:
-          Καλά, σου ζήταγε 500 δρχ. να σου τις χρωστάει, έφτασες να του δώσεις 400 δρχ. να μη σου τις χρωστάει…
-          Πάψε, βλάκα, εσύ κοιμάσαι, αν του έδινα 500 δρχ. να μου τις χρωστάει, θα δυσκολευόταν την άλλη φορά να ’ρθει για παιχνίδι, γιατί θα σκεφτόταν τα δανεικά που θα ήταν υποχρεωμένος να δώσει πριν ξεκινήσει το παιχνίδι…
Α, ρε Κώτσιο, σκέφτηκα, δίκιο έχει ο Κωτσιαλής, μεσάνυχτα έχεις…
-          Πόσα έχασες εσύ παλιο-βλάκα; (έτσι μίλαγε), λέει του Κώτσιου.
-          Έχασα 4.500 δρχ. του λέει.
-          Πάρε, 4.500 δρχ., πάρε κι άλλες 3.500 δρχ. =8.000 δρχ.
-          Εσύ πόσα έχασες, ρε βλάκα;
-          Εγώ δεν έπαιξα, του λέω.
-          Πάρε κι εσύ δύο χιλιάρικα, ξενύχτισες κι εσύ.
Και μ’ όλα αυτά φτάσαμε στη σάλα του Φλεβάρη όπου μας περίμεναν δύο διπλά κρεβάτια. Στο ένα πέσαμε εγώ κι ο Κώτσιος και στο άλλο μόνος του ο Κωτσιαλής. Περιμέναμε και το Χρήστο του Λεγάκη, δε θυμάμαι που ήταν και απουσίασε από τη συντροφιά.
Μα να, πριν σβήσουμε το φως έφτασε.
-          Πού γυρίζεις εσύ, ρε βλάκα. Πενήντα χιλιάδες τους πήρα απόψε. (Υπερβολικό ήταν το ποσό, πάντως 20.000 δρχ. τουλάχιστον θα ήταν καθαρό κέρδος στην τσέπη του.) Να ο άνθρωπος που ξέρει να ζήσει, έβγαλε ημεροκάματο καλό, πάσα σου ’δωσα, ρε;
-          Ναι φίλε, έτσι είναι, 2.000 δρχ. οικονόμησα εγώ.
-          Έλα πέσε, παλιο-βλάκα, τρίψε μου τα πόδια που παγώνουν και κάτι θα οικονομήσεις κι εσύ.
Πέφτει ο Χρήστος και άρχισε να του τρίβει τα πόδια χρησιμοποιώντας τα δικά του πόδια ως μέσα τριβής και θέρμανσης. Και ύστερα από μερική ώρα:
-          Φτάνει, ζεσταθήκανε, σ’ ευχαριστώ, αλλά για να πάρεις μεροκάματο έπρεπε να είσαι μαζί μας, κοιμήσου τώρα.
Φαντάσου εσύ το καλαμπούρι και το γέλιο.
Α, ρε Μίμη, ας είσαι καλά εκεί που είσαι και όπως μας διασκέδαζες όλους εδώ με τα αστείρευτα ευθυμολογήματά σου, έτσι να μαζεύεις κι εκεί που είσαι όλους τους πατριώτες και να τους διασκεδάζεις. Την έχουν πιο πολύ ανάγκη τη διασκέδαση αυτοί από μας εδώ επάνω. Απάλυνέ τους τον πόνο, όσο μπορείς πιο πολύ.
(Παλιοπυργήσιος)



18 σχόλια :

  1. Ανώνυμος27/4/13 10:39


    Το πρόσωπο που υμνεί αυτό το ηθογράφημα πρέπει να επισύρει τα περισσότερα σχόλια του site.
    Είδομεν!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Το παραπάνω σχόλιο αντιστοιχεί σε 100

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ανώνυμος27/4/13 13:42

    Μεγάλο πάθος με τη χαρτοπαιξία και αυτός και ο Κομπόλης.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Ανώνυμος27/4/13 15:51

    anike mesa stoys 5-10,apsogoys patriotes.boithouse panta opos mporouse xoris na exei kai tis tromaxtikes ....[dinamis],xoris na tiraei ti omada eisai!!!!!!!xaxaxa.treles xartopextikes istories kikloforoyn me kein ton........ palio-panai....kai kati ....malakismena xaxaxaxa...leipei polly o typos gerolykos

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Ανώνυμος27/4/13 18:50

    όταν "έφυγε" έτσι απρόσμενα, η αγορά του χωριού ορφάνεψε.σε μια εποχή που ο κόσμος ήταν χωρισμένος σε πολιτικά καφενεία ,ήταν καταλυτική η συνδρομή του μέσω του ανεξάντλητου χιούμορ που διέθετε, για την άμβλυνση των αντιθέσεων.
    για τον γράφοντα πάντως σίγουρα δεν "άνθησε ματαίως".

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. Ανώνυμος27/4/13 20:41

    οπου βρισκόταν γινότανε το πιο καλαμπουρτζικο πηγαδακι

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  7. κουκος28/4/13 10:47

    το διαβαζω και το ξαναδιαβαζω δασκαλε,σπαρταριστο ολοζωντανο αυθεντικο σαν το μακαριτη το μιμη που ηταν η αρτυμη της κοινωνικης γλανιτσιας.γραφε κι αλλα και καντα βιβλιο,καταγραφεις την εποχη που ζησαμε και χανεται.μετα απο μας δε θα υπαρξει γλανιτσια εκει,αλλα γλανιτσια της διασπορας,σαν τους εβραιους.....εκτος αν....δε θελω να το σκεφτομαι........

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  8. Ανώνυμος28/4/13 14:04


    Έχω μνήμες γι αυτόν τον άνθρωπο από μικρό παιδί.Ήμουν δεν ήμουν στο Δημοτικό, πάντως σύχναζα καθημερινά εκεί. Θυμάμαι το Μίμη να συγκεντρώνει γύρο του στα διαλείμματα τους συμμσθητές του και μεγαλοφώνως να λέει το μάθημα της επόμενης ώρας. Άλλοτε κάθονταν στή μάντρα και άλλοτα βολτάροντας στο προαύλιο. Τόλεγε "νεράκι!" Βιβλία τότε δεν υπήρχαν, Πού το μόθε εκείνος; δεν ξέρω. Από τότε ξεχώρισα αυτό το παιδί. Και δεν είχα άδικο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  9. Ανώνυμος28/4/13 14:17

    Αυτες τις μνημες θελουμε να γραψεις και τα χιλιαδες καλαμπουρια του

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  10. Ανώνυμος28/4/13 14:24


    Οι νεότεροι έχουν εικόνες από τον μεγάλο σε ηλικία Κωτσαλή, όσοι έχουν. Τα παιδικά του χρόνια φυσικά λίγοι τα ενθυμούνται. Εγώ θαύμαζα από τότε τις παιδικές του "δραστηριότητες".Μαζί με τον άλλο ευπατρίδη, το Δήμο του Ντούσια,αποτελούσαν για τους λίγο μικρότερους αντικείμενο θαυμασμού και ζήλιας για τα κατορθώματά τους! Ήθελα, αν και μικρότερος, να τους κάνω παρέα και να τους ακολουθώ στις σκανδαλιές τους. Τότε όμως από μερικούς εθεωρούνταν τα "παλιόπαιδα" του χωριού. Γι αυτό ο πατέρας μου δε με άφηνε να τους συναναστρέφομαι! Λυπόμουνα αφάνταστα, ένιωθα φυλακισμένος κι έχασα ευκαιρίες για φυσική άσκηση στο θάρρος, την τόλμη, στην επινοητικότητα, στην κοινωνικότητα κλπ.Πιστεύω άκόμη ότι έχασα πολλά τότε! Μόνο μια φορά μπόρεσα κι έκανα μια αποκοτιά μαζί τους!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  11. ΔΑΣΚΑΛΕ ΠΑΛΙΠΥΡΓΗΣΙΕ ΣΕ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΑ ΓΡΑΦΟΜΕΝΑ ΣΟΥ ΓΡΑΦΕ ΓΙΑΤΙ ΟΠΩΣ ΕΙΠΕ ΚΑΙ Ο ΚΟΥΚΟΣ ΜΕΤΑ ΑΠΟ ΕΜΑΣ ΣΑΝ ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΕΤΑΚΑΤΟΧΙΚΗ ΓΕΝΙΑ ΠΟΥ ΣΥΝΔΕΟΜΑΣΤΕ ΜΕ ΟΛΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ ΔΕΝ ΘΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΩΡΙΟ ΓΛΑΝΙΤΣΙΑ ΜΟΝΟ ΣΤΟ ΟΝΟΜΑ ΚΑΙ ΔΙΑΣΠΟΡΑ . ΤΟΥΛΑΧΙΣΤΟΝ ΝΑ ΤΑ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΤΕΡΟΙ

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  12. Ανώνυμος28/4/13 22:47

    1981: Βρίσκεται σε προεκλογική συγκέντρωση της ΝΔ στη Θεσσαλονίκη τότε που το ΠΑΣΟΚ ήρθε στην εξουσία, με τον Αλλον σπουδαίο πατριώτη-κολλητό του- και ίδιας ιδιοσυγκρασίας άνθρωπο Θανάση κολοβουρδο......-Τι βλέπεις από κόσμο ρε μπαντάβι;
    - Λίγους τους κόβω Μίμη μου?
    - Τι λες ρε μουρλέ δε βλέπεις το κόσμο; έφτασε μέχρι τη Βουλγαρία?

    Φεύγοντας από το χωριό την άλλη μέρα από τις ίδιες εκλογές ,όσα ψηφοδέλτια είχε στο καπό του αυτοκινήτου τα πέταγε τον ανήφορο στην κρυάβρυση φωνάζοντας ψηφήστε έλατα ψηφήστε?//

    Φοβερός΄,ηρωικός θα έλεγα ήταν και ο τρόπος με τον οποίο ξέφυγε από έναν Βαλτετσαίο κουμπουροφόρο αφού πρωτα τον μαδησε (χαρτοπαιχτικώς) στο ίδιο του το μαγαζί?το είχα ακούσει να το διηγείται ο ίδιος , δε θυμάμαι όμως λεπτομέρειες, όποιος το ξέρι ας μας το θυμίσει είναι φοβερό.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  13. Ανώνυμος29/4/13 00:11

    φοβερος!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  14. Ανώνυμος29/4/13 00:54


    Για τις χαρτοπαιχτικές ικανότητες είχα ακούσει πολλά από τον ίδιο, με πρώτο εκείνο το περιστατικό που διηγείται ο Παλιοπυργήσιος.Για κάθε παιγνίδι που οργάνωνε ακολουθούσε μια δαιδαλώδη πορεία,για συνεργασίες και κόλπα. Μ' άυτά και μ' άυτά ισχυριζόταν ότι πάντα "ξεπουπούλιαζε" τους συμπαίχτες του. Εγώ δεν το πιστεύω, γιατί δεν είχε πολλά χρήματα.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  15. Ανώνυμος29/4/13 20:33

    Δυο ονομαστούς Μίμηδες και δυνατούς παράγοντες είχε η Γλανιτσιά ,που άφησαν εποχή για τουλάχιστον πέντε δεκαετίες τον προηγούμενο αιώνα ,τον εικοστό . Το Μίμη το Σταθόπουλο ή Κωτσιαλή ,που έχει συγχωρεθεί και το Μίμη το Γιαννόπουλο - Ντρούλια, που είναι εν ζωή.΄Ηταν φίλοι γκαρδιακοί ,αχώριστοι,πανέξυπνοι και πολύ κοινωνικοί, δραστήριοι για τα κοινά του χωριού μας ,φιλόπατρεις Γλανιτσιώτες και εξυπηρετικοί. Απλόχερα ,όπου μπορούσαν ,βοηθούσαν στο μέτρο των δυνάμεών τους συμπατριώτες μας για να πιάσουν δουλειά στο Δημόσιο και σε άλλους κρατικούς ή ιδιωτικούς Οργανισμούς και τους συμβούλευαν κατάλληλα πώς θα ενεργήσουν. Πάντοτε άψογοι στην εξωτερική τους εμφάνιση και περιποιημένοι έβγαιναν στην πλατεία του χωριού μας τα καλοκαίρια και ομόρφαινε ο τόπος και άρχιζαν τα σχετικά πειράγματα και οι ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις και αναλύσεις τους. Τότε γύρω τους μαζεύονταν όλοι οι άλλοι ,που διψούσαν για νέα κρατικά και της επικαιρότητας και κυριολεχτικά κρεμόνταν από τα χείλη τους με τις βαθυστόχαστες αναλύσεις τους. Άρχιζε τότε το πανηγύρι,που όλοι μικροί και μεγάλοι απολαμβάναν και που έφτανε ως αργά την νύχτα. Αυτό συνεχιζόταν για πολλλές αυγουστιάτικες ημέρες και νύχτες,μέχρι που επέστρεφαν στις Υπηρεσίες τους , μετά τη θερινή τους άδεια , ως Δημόσιοι Υπάλληλοι. Συμφωνώ με τους δύο χαρακτηρισμούς του φίλου " Παλιοπυργήσιου " για τον Κωτσιαλή ,αλλά θα μπορούσα να συμπληρώσω , κατά την ταπεινή μου γνώμη ,και το χαρακτηρισμό του κομματάρχη και για τους δυο Μίμηδες. Πιο σοβαρός και έγκυρος πολιτικάντης ο Κωτσιαλής ,αλλά πιο γλετζές και φιλός της παραδοσικής μουσικής ο Μίμης ο Ντρούλιας. Στις βουλευτικές εκλογές, παρότι και οι δύο άνήκαν στον ίδιο πολτικό χώρο ( Δεξιοί) προπαγάνδιζαν υπέρ διαφορετικών υποψηφίων . Νομίζω πως ο μεν Κωτσιαλής εργαζόταν να εκλεγεί βουλευτής ο Παπαηλίου ,ο δε Μίμης ο Ντρούλιας να εκλεγεί ο Τρινταφυλλάκος και αργότερα ο Κωστόπουλος . Ήταν και οι δύο δεινοί εκλογολόγοι και πολιτικοί αναλυτές και την ημέρα των εκλογών με την άμεση παρουσία τους στην αγορά και με τα επειχηρήματά τους προσπαθούσαν να προσελκύσουν ψηφοφόρους υπέρ του δικού τους υποψηφίου βουλευτή. Το αν πάντοτε το πετύχαιναν μόνο οι ίδιοι το γνώριζαν και μόνο . Πάντως, θυμάμαι, πως ,πριν ανοίξουν οι κάλπες ,ήταν σε θέση με μαθηματική ακρίβεια να προσεγγίσουν τους ψήφους που θα λάβαιναν όλα τα κόμματα στο χωριό τους και ποτέ δε διαψεύονταν !!! Αλάνθαστα τα δικά τους γκάλοπ για τις εκλογές τις τοπικές και τις βουλευτικές. Αν και άθελα τους υπηρετούσαν και οι ίδιοι, όπως και οι χιλιάδες άλλοι το πελατειακό κράτος ,που γιγαντώθηκε μετά τη Μεταπολίτευση ,άφησαν σε όλους μας ,νομίζω ,μια καλή ,θετική εικόνα και ανάμνηση για όσα ενήργησαν για το χωριό μας και για τους συμπατριώτες μας.Ας είναι ήσυχη η ψυχή του Κωτσιαλή εκεί ψηλά στους ουρανούς και ας μακροημερεύει επί γης ο Μίμης ο Ντρούλιας για την αγάπη τους για το χωριό τους και για τους κατοίκους του. Έκαναν ό,τι τους πέρναγε απ΄το χέρι τους. Δεν ήταν Θεοί,αλλά άνθρωποι.
    marpolix

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  16. Ανώνυμος29/4/13 21:41

    Μπραβο Μαρίνη !Ετσι είναι όπως τα γράφεις !

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  17. Ανώνυμος2/5/13 00:50


    Σα μικρό παιδί μια φορά μόνο έκανα μαζί επικίνδυνη παρέα με το δίδυμο Μίμης-Δήμος.Μου είχε βέβαια απαγορευτεί αλλά βρήκα την ευκαιρία. Ο πατέρας μου έλιπε για ξενοδούλι και η μάνα μου ήταν άρρωστη στο κρεβάτι.Ήμουν ανεπιτήρητος και το αποφάσισα.Η αποστολή όμως ήταν λίαν επικίνδυνη. Επρόκειτο να πάμε στα βράχια του Πράγιανη, πιο κάτω από το γεφύρι, να ανεβούμε σε μια τρύπα που υπήρχε εκεί για να βγάλουμε μέλι από ένα μελίσι, που είχε φωλιάσει στην τρύπα. Ο τέταρτος της παρέας ήταν ο Μιχάλης της Κώτσιαινας. Η αποστολή ήταν ολοήμερη και τέθηκε πρόβλημα σίτισης. Αυτό το υποσχέθηκε ο Μιχάλης.¨Θα πάω στο καλύβι μου, είπε, που ζυμώνει η μάνα μου, θα πάρω μια κομματάρα από μια πουγανιά! Απε θα περάσω από το περιβόλι μας και θα κόψω κατι ντοματάρες και θα φάμε"
    Φθάσαμε στου Πράγιανη. Τα βράχια ήσαν κάθετα και στα 12 μέτρα ύψους είδαμε την τρύπα. Εξω απ αυτή υπήρχαν καρφωμένα δυο-τρία σανίδια. Είπαν ότι είχαν επιχειρήσει πριν από μας ο Μιχαλάκος, ο Μπένος κλπ.
    Πρώτος να ανέβεί ξεκινά ο Δήμος σαν πιο θαρραλέος. Σκαρφάλωσε 4-5 μέτρα, έμεινε για λίγο κολλημένος εκεί και ύστερα κατέβηκε, διότι,λέει, τον πόνεσε το πόδι του!
    Δεύτερος προσπάθησε ο Κωτσιαλής.Πιο ελαφρύς και επιδέξιος ανέβηκε μέχρι το μέσον της απόστασης κι εκεί κόλλησε! Είχε κουραστεί έτρεμαν τα πόδια του και δεν μπορούσε ούτε να κατεβεί. Τον ενθαρρύναμε και σιγά σιγά κατεβηκε καταϊδρωμένος. Στο μεταξύ πήγαινε μεσημέρι και διώξαμε το Μιχάλη να φέρει τα τρόφιμα που είχε υποσχεθεί. Και ήρθε η σειρά μου να προσπαθήσω. Φοβόμουν, αλλά ήταν αδύνατο να αρνηθώ. Έπρεπε να δείξω ότι αξίζω για την παρέα τους. Εξάλλου δε θυμάμαι να είχα συναίσθηση του κινδύνου.Σαλτάρω και τα δύο τρία μέτρα τα ανέβηκα με άνεση.Έπειτα έβλεπα κάτω τον γρεμό και πάνω το ατέλειωτο ως την τρύπα και με έπιασε σαστισμάρα.Επέμεινα ακόμη λίγο και μετά παραδόθηκα κι εγώ. Πιο επικίνδυνο ήταν το κατέβασμα καθώς τα πόδια και τα χέρια έτρεμαν κι ο πανικός με είχε αποδιοργανώσει! Εκεί παίξαμε και οι τρείς τη ζωή μας κορώνα-γράμματα. Παραιτηθήκαμε από τις προσπάθειες και όσο να έρθει ο Μιχάλης με τα τρόφιμα, κόψαμε κάμποσο φλόμο και τον ρίξαμε σε μια γυριά και πιάσαμε έξι ψαράκια, όπου βλέπομε το Μιχάλη να έρχεται με άδεια χερια!
    Η μάνα του δεν ήταν στο καλύβι και στην περιβόλα δε βρίκε ούτε πράσινη ντομάτα!Μας είπε. Από τότε όλα τα μεγενθυντικά κόλλησαν στο Μιχάλη. Πουγανάρα,ντοματάρα, περιβολάρα Μιχαλάρα κλπ. Τελικά τη βγάλαμε με τα έξι Ψαράκια. Γυρνώντας στο Χωριό συνάντησα άλλο δράμα! Η άρρωστη μάνα μου με αναζητούσε όλη την ημέρα, με την ψυχική οδύνη που συνεπάγεται.
    Ο μακαρίτης έκανε πολλά επικίνδυνα πράγματα. Ήταν ριψοκίνδυνος, παράτολμος αλλά και τυχερός, για τότε, που δεν του συνέβη κατι ανεπανόρθωτο.
    Πέρασαν πολλά χρόνια για να ξανακάνομε παρέα και πάντα σε σκανδαλιές. Αυτή η αποκοτιά με σοφρόνησε πολύ εμένα. Δενπιστεύω και το δίδυμο που ζούσε επικινδύνως. Αιωνία τους η μνήμη!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  18. ΑΡΗΣ2/5/13 21:52

    ΕΧΩ ΤΗΝ ΓΝΩΜΗ ΑΝΩΝΥΜΕ 12:50 ΕΑΝ ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΕΓΡΑΨΕΣ ΚΑΙ ΠΕΡΙΓΡΑΦΕΙΣ ΗΤΑΝ ΤΑΥΤΟΠΟΙΗΜΕΝΟ ΘΑ ΜΑΣ ΕΔΙΝΕ ΠΟΛΥ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΧΑΡΑ ΚΑΙ ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Παρακαλούμε, πριν δημοσιεύσετε το σχόλιό σας, έχετε υπόψιν σας τα ακόλουθα:
• Κάθε γνώμη είναι σεβαστή, αρκεί να αποφεύγονται ύβρεις, ειρωνείες, ασυνάρτητος λόγος και προσβλητικοί χαρακτηρισμοί, πολύ περισσότερο σε προσωπικό επίπεδο, εναντίον των συνομιλητών ή και των συγγραφέων, με υποτιμητικές προσφωνήσεις, ύβρεις, υπονοούμενα, απειλές, ή χυδαιολογίες.
•Μην δημοσιεύετε άσχετα, με το θέμα, σχόλια.
•Ο κάθε σχολιαστής οφείλει να διατηρεί ένα μόνο όνομα ή ψευδώνυμο, το οποίο αποτελεί και την ταυτότητά του σε κάθε συζήτηση.
Με βάση τα παραπάνω η διαχείριση διατηρεί το δικαίωμα διαγραφής σχολίων χωρίς καμία προειδοποίηση.